ασφάλιστος

ασφάλιστος
και ασφάλιχτος, -η, -ο
1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος
2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασφάλιστος — η, ο (α στερητ. + σφαλίζω = κλείνω) και ασφάλιχτος, η, ο άκλειστος, ανοιχτός: Ξέχασα τα παράθυρα ασφάλιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαντάλωτος — και αμανδάλωτος, η, ο [μανταλωτός] (για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”