- ασφάλιστος
- και ασφάλιχτος, -η, -ο1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.